άγερτος — και άγειρτος, η, ο αυτός που δεν γέρνει, όρθιος, ευθύς, αλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γειρτός, γερτός < γέρνω] … Dictionary of Greek
άγυρτος — η, ο βλ. ορθτ. άγειρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γυρτός ή γειρτός < γέρνω < εγείρω] … Dictionary of Greek